χιονόβοσκος

χιονόβοσκος
-ον, Α
χιονοβοσκός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βοσκος (< βόσκω), πρβλ. πολύ-βοσκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιονοβοσκός — όν, Α αυτός που τρέφεται με χιόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ἱππο βοσκός, χοιρο βοσκός] …   Dictionary of Greek

  • χιονόβοσκον — χιονόβοσκος nourished by snows masc/fem acc sg χιονόβοσκος nourished by snows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιονοθρέμμων — ον, Α χιονοβοσκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + θρέμμων (< θ. θρεπ τού τρέφω [πρβλ. θρεπ τός] + κατάλ. μων), πρβλ. ὑδατο θρέμμων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”